- ὑβρισμός
- ὑβρ-ισμός, ὁ, = foreg. 1,A
ὕβριζ' ὑβρισμοὺς οὐκ ἐναισίους A.Fr. 179
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕβριζ' ὑβρισμοὺς οὐκ ἐναισίους A.Fr. 179
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑβρισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβρισμός — ὁ, Α [ὑβρίζω] (ποιητ. τ.) η ύβρις … Dictionary of Greek
ὑβρισμοῦ — ὑβρισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισμούς — ὑβρισμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρισμόν — ὑβρισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)